φιλύρινος

φιλύρινος
φιλύρινος
of lime wood
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλύρινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.) 2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο τής φιλύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλύρινον — φιλύρινος of lime wood masc acc sg φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλυρίνη — φιλύρινος of lime wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλυρίνοις — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλυρίνῳ — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλύρινα — φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”